- μεθερμήνευση
- η (Α μεθερμήνευσις, -εως) [μεθερμηνεύω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεθερμηνεύω, εξήγηση, μετάφραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθερμηνευτικός — μεθερμηνευτικός, ή, όν (Α) [μεθερμηνευτής] αυτός που είναι επιτήδειος ή συντελεί στη μεθερμήνευση, στην επεξήγηση. επίρρ... μεθερμηνευτικῶς (Α) με τρόπο μεθερμηνευτικό, επεξηγηματικά … Dictionary of Greek
μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek